-
1 προς-στάζω
προς-στάζω (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλϑακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
См. также в других словарях:
όαρος — ὄαρος, ὁ (Α) 1. φιλική συναναστροφή, σχέση οικειότητας («παρθενίους τ ὀάρους μειδήματά τε», Ησίοδ.) 2. συνομιλία, λόγος 3. μικρή ωδή, ασμάτιο («μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον», Πίνδ.) 4. στον πληθ. οἱ ὄαροι αναγνώσεις, αναγνώσματα 5. φρ. α)… … Dictionary of Greek